- θωρακείον
- θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ]1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους3. (για τριήρη) κουπαστή4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών πλοίων5. θώρακας πανοπλίας6. μικρός θώρακας.
Dictionary of Greek. 2013.